- ψόφιος
- [псофьос] εκ. дохлый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψόφιος — α, ο, Ν 1. (για ζώο) νεκρός 2. (για πράγμ.) άψυχος 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση») β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος. επίρρ... ψόφια Ν (κυρίως μτφ.)… … Dictionary of Greek
ψόφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια 1. σχετικά με ζώα, νεκρός. 2. σχετικά με ανθρώπους, εξαντλημένος: Ήρθε ψόφιος από την κούραση. 3. ο μη δραστήριος, ο άτολμος: Αυτός είναι ψόφιος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψοφίζω — ΝΜ (εύχρ. μόνον η μτχ. παθ. παρακμ.) ψοφισμένος, η, ο (για ζώο) πεθαμένος, ψόφιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) τελείως εξαντλημένος, ψόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψοφῶ «πεθαίνω», κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ψοφιάρης — α, ικο, Ν (για πρόσ.) πολύ εξαντλημένος, ψόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφιος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek
θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
κενέβρειος — κενέβρειος, ον (Α) 1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα] … Dictionary of Greek
κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό … Dictionary of Greek
σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… … Dictionary of Greek
ψοφιάρικος — η, ο / ψοφιάρικος, η, ον, ΝΜ (κυρίως για ζώα) ψόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψοφῶ «πεθαίνω» + κατάλ. ιάρικος (πρβλ. ψωρ ιάρικος)] … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek
Αζίζ, Νεσίν — (Nesin Aziz,Κωνσταντινούπολη 1915 – 1995). Ψευδώνυμο του Τούρκου συγγραφέα Μαχμούντ Νουσρέτ. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Συνεργάστηκε στη σατιρική εφημερίδα του Σαμπαχαντίν Αλή, Μάρκο Πασά, που την έκλεισαν για τις… … Dictionary of Greek